ΣΤΟΥΣ
ΠΕΝΤΕ ΔΡΟΜΟΥΣ
-Αν
τύχει και χαθείς, γύρνα πίσω.
-Καλά.
-Τα θυμάσαι; Σμίλεψε την καρδιά σου και βρες κάτι, που για χάρη του θα
πέθαινες.
-Θα βρω, θα βρω...
Με
ξεπροβόδισε στην αυλή και περίμενε να δέσω το κασκόλ μου για να με χαιρετήσει.
-Και
πού τελειώνει ο δρόμος μου, είπαμε;
-Στον κάμπο που θα κατέβεις ρε παιδί... Άμα φανεί και το θερινό τρίγωνο, έχεις
φτάσει. Θα δεις, η Αφροδίτη θα ‘ναι κόκκινη σα το αίμα σου. Μ’ ακούς; Σα το
αίμα σου... Άντε, καλή αντάμωση.
-Ώρα καλή γέρο.
Έφυγα
και είχα ανάμικτα συναισθήματα καθώς ξεμάκραινα. Ανακουφισμένος μέχρι ένα
σημείο και μπερδεμένος από ‘κει κι έπειτα. Έψαχνα λίγη γαλήνη και μοναξιά,
μακριά απ’ το απέραντο βουητό, κι αυτός με πήγαινε μακριά, στ’ άγρια βουνά και
τ’ αγρίμια.
Μα
τα λόγια του ήταν φωτιά. Φωτιά μες στο καταχείμωνο και νερό σε ξεραμένα χείλη
ήταν τα λόγια του.
Γι’ αυτό ξεκινώντας, εκεί που τ’ αστέρια δε μου μιλούσαν ακόμα, ένιωσα κάτι να
σκιρτάει μέσα μου, θυμούμενος...
«Θα
σου φέρνουν ψωμί τ’ άγρια πουλιά. Να τους αφήνεις και κανά ψίχουλο, μη σε φάνε
τα έρμα... Η Πούλια θα σ’ οδηγεί, μέχρι που θα πέφτει στη θάλασσα. Να την αγαπάς
και τις νύχτες να της μιλάς πριν γύρεις. Και την Αφροδίτη, στην αυγή, πριν
φύγει, να την ακούεις...»
Τον
άκουγα αμίλητος. Πότε πότε, άμα δε μου τραβούσαν το βλέμμα τα γατιά που
αφήνονταν στη ζεστασιά του τζακιού, γύρναγα και τον κοίταγα στα μάτια. Κάτι
φορές, μου περνούσε απ’ το μυαλό πως είχε πιει πολύ κρασί για να μετράνε οι
κουβέντες του μέσα μου. Έτσι όπως περνούσε, έτσι έφευγε αμέσως. Κι έτσι,
προσπαθούσα να τακτοποιήσω καλά τις εικόνες στο νου μου και να φτιάξω το δρόμο
μου. Το δρόμο του...
Μου
‘λεγε για το θερινό τρίγωνο που θα ξεπροβάλει και θα με λυτρώσει. Για τους
λύκους που θα με φροντίζουν και θα με κοιμίζουν, μου ‘λεγε. Και στο δρόμο μου,
όταν καμιά φορά τα πόδια μου βάραιναν και το κεφάλι έπεφτε, εκείνες τις στιγμές
που έβλεπα όλα μου τα καλά κι αγαπημένα να με προσπερνούν αμίλητα, τα λόγια του
ήταν η παρηγοριά μου. Βάλσαμο για την ψυχή.
«Τ’
άγρια του βουνού μην τα φοβηθείς. Τις κρύες νύχτες, θα ‘ρχονται να ξαποσταίνουν
μαζί σου και θα λέτε ιστορίες γύρω απ’ τη φωτιά. Τα ψηλά τα δέντρα θα σου λένε
για τις αγάπες σου. Κι άμα, καμιά φορά σου κρύβουν το φεγγάρι, μην τα μαλώνεις.
Ζήτα λίγο φως να φέγγει μέσα σου, αυτό θες.
Όταν θα ‘ρχονται τα σύννεφα, έτσι μαύρα... Πρόσεξε τα σύννεφα ρε παλικάρι. Θα σου
φέρνουν σκοτάδι στην ψυχή και θα τα βλέπεις να φεύγουν κατάλευκα μετά. Αλλά μη
φοβάσαι. Μετά, που θα σηκώνεσαι, θα είσαι άλλος… Άλλος θα είσαι μετά, για καλό
σου θα ‘ναι. Καινούριος θα είσαι. Τα δάκρυά σου μόνο ν’ αφήνεις να κυλάνε και
να μην τα ζορίζεις. Έτσι, σαν τα σύννεφα... Είναι ευλογημένη η στιγμή που
γεμίζουν δάκρυα τα μάτια σου. Ζήσε την αβίαστα και σιωπηλά. Και η φύση θα σε
αφουγκραστεί...»
Τα
είπε όλα κατά πώς έπρεπε. Μας βρήκαν τ’ άγρια χαράματα να βάζουμε ακόμα ξύλα
στη φωτιά. Κι αυτός αστείρευτος...
«Σμίλεψε
την καρδιά σου και βρες κάτι, που για χάρη του θα πέθαινες. Και θα ‘ρθω να σε
βρω...»
Και
να ‘μαι τώρα, κατεβαίνω στον κάμπο. Είναι κι αυτός εκεί κάτω. Το θερινό τρίγωνο
αρχίζει ν’ αχνοφαίνεται, πρώτο πρώτο μες στη νύχτα.
Σκάβω ένα λάκκο, μπαίνω μέσα. Αφήνω την ψυχή μου απ’ έξω. Και με τα μάτια της
ψυχής μου βλέπω τώρα… Βλέπω τις ύαινες να μου ξεσκίζουν τις σάρκες και το αίμα
μου ποτάμι βλέπω τώρα. Τρέχει να βρει να ποτίσει την Αφροδίτη. Να ‘τη, φάνηκε!
Κόκκινη σα το αίμα μου...