Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Μεσονύχτιο [ποίημα, μέρος του "ΝΥΧΤΑ"]

ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟ

Οι μεθυσμένοι –θεολογούντες και μη
επικυρήχθηκαν στους κύκλους μας
διότι η νύχτα μας, αλήθεια
πνέει τα λοίσθια, σας πληροφορώ.

Αντιφρονούντες πολλοί
μετέπειτα αποστάτες, κατόπιν απειλών
μας μετέφεραν πως τα εκείνα ηθικά διλήμματα έκαναν την νύχτα σωστό σκοτάδι,

μιαν αδυσώπητη απώλεια φωτός.
Εμείς, ορκισμένοι ανένταχτοι
αναθαρρήσαμε.
Αρκετές μνήμες σιωπής
δεν μου ‘μεινε άλλος πόνος γι’ ανοχή.
Έτσι, καμιάν αγάπη δεν έγινε σταυρός
καμιάν ελπίδα δεν παρέσυρε
καμιά πίστη δεν πάτησε πόδι.

Λοιπόν, άσε με να σε συλλάβω στη νύχτα μου.
Η νύχτα μ’ αφουγκράζεται πια
στη μνήμη μου αποκρυσταλλώνεται ό,τι περιβάλλει την αέναη –φοβάμαι- εναλλαγή τούτη.
Νιώθω θύμα ξαφνικά
αποποιούμαι ευθύς
άρτιο τέμπο
θλιβερή παραλλαγή
επανάληψη
Σε χρειάζομαι
δεν εννοώ πώς
και δεν ξέρω αν πρέπει.

Είσαι η Άνοιξη σε Ακαρνάνων γη [ποίημα]

ΕΙΣΑΙ Η ΑΝΟΙΞΗ ΣΕ ΑΚΑΡΝΑΝΩΝ ΓΗ

«Πήγαινε, και η Άνοιξη θα σε ξεκάνει σήμερα»
άκουγα μέσα μου.

Τίποτα δεν προμήνυε λιακάδα μετά από εκείνη την καταιγίδα,
γι’ αυτό και ξεκίνησα με βαριά καρδιά
Ο δρόμος μου βουβός και σκυφτός στην αρχή,
δε μου ‘λεγε τίποτα.
Στο ποτάμι κοντοστάθηκα
και τα παιδιά με ρώτησαν αν θα συνεχίσουμε. 
Η βροχή μας χάιδευε σιωπηλά και με αγάπη ακόμα.
Σήκωσα λίγο το βλέμμα μου στις κορυφές των δέντρων
και χωρίς να ξέρω γιατί, απάντησα «ναι!»

Περάσαμε απέναντι και σε λίγο φτάσαμε.
Όλα ήταν όμορφα.

Σε είδα να μιλάς με τους αγγέλους
και δε σας διέκοψα.
Βγήκα στο πλάτωμα μόνο
και φώναζα: «Θα ξανάρθω εδώ!»
Η βροχή συνέχιζε να πέφτει ήρεμα
και μέσα απ’ τα σύννεφα
περνούσαν μερικές ηλιαχτίδες, υμνώντας την Άνοιξη.
Έγειρα σ’ ένα πεύκο
χαμένος απ’ τον κάμπο κι εκεί σε ξανάδα.
Μου μίλησες
-Τι ζητάς εδώ;
-Ήρθα να σε δω να πετάς
-Μέχρι ν’ ανοιχτώ λίγο
κι ύστερα θα με χάσεις απ’ τα μάτια σου
-Όμορφα. Θα σε περιμένω
-Καλή αντάμωση!
Θα ξανάρθω εδώ...

Της κλίνης [ποίημα]

ΤΗΣ ΚΛΙΝΗΣ

"Μη μεριμνάς άλλο, έχει ο Θεός" μου 'λεγε.

"Έλα, κοιμήσου τώρα
κοιμήσου να δεις τα όνειρά σου
τα παιδιά να σε χαίρονται να δεις
κοιμήσου μη σε προλάβει το χάραμα."

Πότε πότε, κάτι γίνεται
και στην ανατολή συνέρχομαι
Και κάτι με τρώει, με διαλύει σιγά σιγά
με ρίχνει κατάχαμα, έτσι νιώθω.
Και τότε, σαν πέσω και σε κάτι σκοτάδια που όμοιά τους δεν ξανάδα,
κάνω να σηκωθώ,
για να χάσω ό,τι δύναμη δεν ξανάχασα ποτέ
Ήξερε τι έλεγε...

"Κοιμήσου να δεις τ’ αστέρια και τους ήλιους
Τα φεγγάρια που σε ζητάνε να δεις.

Κοιμήσου και κλαίνε οι βροχές
κλαίνε τα νάματα
κι οι αέρηδες
Κοιμήσου και τα σύννεφα δε σειόνται.

Κοιμήσου και με πνίγει η ματιά σου
Με πνίγει η όψη σου
έλα να σε σκεπάσω.

Κοιμήσου μάτια μου
και διψάνε τα χείλη σου
πάει, ξεράθηκαν.
Κοιμήσου να σ’ αγκαλιάσω
κοιμήσου να μ’ αγκαλιάσεις
να με γεμίσεις φιλιά
κι έλα να χορέψουμε.

Άντε, κοιμήσου τώρα
να ζήσεις τα όνειρά σου
τ’ ανείπωτα.

Κοιμήσου, να χαρείς
μη μεριμνάς άλλο."

Θέρμη [ποίημα]

ΘΕΡΜΗ

Η λάμπα στην αλάνα έσβησε.

Μαζί της 
έσβησαν και οι παιδικές φωνές
τα κρύα και μελαγχολικά απογεύματα του χειμώνα.

Και τα σκυλιά δε βγάζαν άχνα τώρα.
Τα φύλλα δεν ξαναμίλησαν
τα λουλούδια γύρανε.

Η λάμπα στην αλάνα έσβησε.

Μαζί της -δεν προσέξαμε
χάθηκε και το φως απ' τις καρδιές μας

Το πήραν τ' αστέρια...

Η λεωφόρος [ποίημα]

Η ΛΕΩΦΟΡΟΣ
Όταν ήμασταν μικροί και άγουροι
καθόμασταν τα βράδια και κοιτάγαμε τη λεωφόρο από ψηλά
Άδεια
μα φωτισμένη και επιβλητική!

Μας περίμενε
λέγαμε

Μας περίμενε
να μας πάει στις μυστικές μας πατρίδες
στους λησμονημένους προορισμούς μας...
Ετοιμαζόμασταν να φύγουμε
κι έπειτα
ταξιδεύαμε νοερά.

Και δε βλέπαμε το τέρμα...
Ή μάλλον
δεν είχε τέρμα η λεωφόρος

Μετά πάψαμε
να φτιάχνουμε Ιθάκες στο νου
Μετά πάψαμε
να ξεγελάμε τα όνειρά μας

Πού καιρός για όλα αυτά;

Στους πέντε δρόμους [διήγημα]

ΣΤΟΥΣ ΠΕΝΤΕ ΔΡΟΜΟΥΣ


-Αν τύχει και χαθείς, γύρνα πίσω.
-Καλά.
-Τα θυμάσαι; Σμίλεψε την καρδιά σου και βρες κάτι, που για χάρη του θα πέθαινες.
-Θα βρω, θα βρω...

Με ξεπροβόδισε στην αυλή και περίμενε να δέσω το κασκόλ μου για να με χαιρετήσει.

-Και πού τελειώνει ο δρόμος μου, είπαμε;
-Στον κάμπο που θα κατέβεις ρε παιδί... Άμα φανεί και το θερινό τρίγωνο, έχεις φτάσει. Θα δεις, η Αφροδίτη θα ‘ναι κόκκινη σα το αίμα σου. Μ’ ακούς; Σα το αίμα σου... Άντε, καλή αντάμωση.
 
-Ώρα καλή γέρο.

Έφυγα και είχα ανάμικτα συναισθήματα καθώς ξεμάκραινα. Ανακουφισμένος μέχρι ένα σημείο και μπερδεμένος από ‘κει κι έπειτα. Έψαχνα λίγη γαλήνη και μοναξιά, μακριά απ’ το απέραντο βουητό, κι αυτός με πήγαινε μακριά, στ’ άγρια βουνά και τ’ αγρίμια.
Μα τα λόγια του ήταν φωτιά. Φωτιά μες στο καταχείμωνο και νερό σε ξεραμένα χείλη ήταν τα λόγια του.
Γι’ αυτό ξεκινώντας, εκεί που τ’ αστέρια δε μου μιλούσαν ακόμα, ένιωσα κάτι να σκιρτάει μέσα μου, θυμούμενος...

«Θα σου φέρνουν ψωμί τ’ άγρια πουλιά. Να τους αφήνεις και κανά ψίχουλο, μη σε φάνε τα έρμα... Η Πούλια θα σ’ οδηγεί, μέχρι που θα πέφτει στη θάλασσα. Να την αγαπάς και τις νύχτες να της μιλάς πριν γύρεις. Και την Αφροδίτη, στην αυγή, πριν φύγει, να την ακούεις...»

Τον άκουγα αμίλητος. Πότε πότε, άμα δε μου τραβούσαν το βλέμμα τα γατιά που αφήνονταν στη ζεστασιά του τζακιού, γύρναγα και τον κοίταγα στα μάτια. Κάτι φορές, μου περνούσε απ’ το μυαλό πως είχε πιει πολύ κρασί για να μετράνε οι κουβέντες του μέσα μου. Έτσι όπως περνούσε, έτσι έφευγε αμέσως. Κι έτσι, προσπαθούσα να τακτοποιήσω καλά τις εικόνες στο νου μου και να φτιάξω το δρόμο μου. Το δρόμο του...

Μου ‘λεγε για το θερινό τρίγωνο που θα ξεπροβάλει και θα με λυτρώσει. Για τους λύκους που θα με φροντίζουν και θα με κοιμίζουν, μου ‘λεγε. Και στο δρόμο μου, όταν καμιά φορά τα πόδια μου βάραιναν και το κεφάλι έπεφτε, εκείνες τις στιγμές που έβλεπα όλα μου τα καλά κι αγαπημένα να με προσπερνούν αμίλητα, τα λόγια του ήταν η παρηγοριά μου. Βάλσαμο για την ψυχή.

«Τ’ άγρια του βουνού μην τα φοβηθείς. Τις κρύες νύχτες, θα ‘ρχονται να ξαποσταίνουν μαζί σου και θα λέτε ιστορίες γύρω απ’ τη φωτιά. Τα ψηλά τα δέντρα θα σου λένε για τις αγάπες σου. Κι άμα, καμιά φορά σου κρύβουν το φεγγάρι, μην τα μαλώνεις. Ζήτα λίγο φως να φέγγει μέσα σου, αυτό θες.
Όταν θα ‘ρχονται τα σύννεφα, έτσι μαύρα... Πρόσεξε τα σύννεφα ρε παλικάρι. Θα σου φέρνουν σκοτάδι στην ψυχή και θα τα βλέπεις να φεύγουν κατάλευκα μετά. Αλλά μη φοβάσαι. Μετά, που θα σηκώνεσαι, θα είσαι άλλος… Άλλος θα είσαι μετά, για καλό σου θα ‘ναι. Καινούριος θα είσαι. Τα δάκρυά σου μόνο ν’ αφήνεις να κυλάνε και να μην τα ζορίζεις. Έτσι, σαν τα σύννεφα... Είναι ευλογημένη η στιγμή που γεμίζουν δάκρυα τα μάτια σου. Ζήσε την αβίαστα και σιωπηλά. Και η φύση θα σε αφουγκραστεί...»

Τα είπε όλα κατά πώς έπρεπε. Μας βρήκαν τ’ άγρια χαράματα να βάζουμε ακόμα ξύλα στη φωτιά. Κι αυτός αστείρευτος...
«Σμίλεψε την καρδιά σου και βρες κάτι, που για χάρη του θα πέθαινες. Και θα ‘ρθω να σε βρω...»

Και να ‘μαι τώρα, κατεβαίνω στον κάμπο. Είναι κι αυτός εκεί κάτω. Το θερινό τρίγωνο αρχίζει ν’ αχνοφαίνεται, πρώτο πρώτο μες στη νύχτα.
Σκάβω ένα λάκκο, μπαίνω μέσα. Αφήνω την ψυχή μου απ’ έξω. Και με τα μάτια της ψυχής μου βλέπω τώρα… Βλέπω τις ύαινες να μου ξεσκίζουν τις σάρκες και το αίμα μου ποτάμι βλέπω τώρα. Τρέχει να βρει να ποτίσει την Αφροδίτη. Να ‘τη, φάνηκε! Κόκκινη σα το αίμα μου...